Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

η ερμηνεία της Αγίας Γραφής

См. также в других словарях:

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • Ωριγένης — (Αλεξάνδρεια 183; – Τύρος 253/4 μ.Χ.). Αφρικανός θεολόγος. Μαθητής του Κλήμη στο Διδασκαλείον της Αλεξάνδρειας, νέος ακόμα ανέλαβε, με εντολή του επισκόπου Δημητρίου, τη διεύθυνση της προπαρασκευαστικής σχολής των κατηχουμένων. Από τα χρόνια αυτά …   Dictionary of Greek

  • Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… …   Dictionary of Greek

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • Εφραίμ ο Σύρος — (Νίσιβις, Μεσοποταμία 306; – Έδεσσα, Συρία 375 μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Θεωρείται ο κλασικός της Συριακής Εκκλησίας και των συριακών εκκλησιαστικών γραμμάτων. Για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά, γιατί ο θρύλος συγχέεται με τα… …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμος Αλεξανδρείας — (Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»